lamelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lamelle lamelles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lamelle (fr) θηλυκό