landmark

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
landmark landmarks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

landmark < land + mark

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

landmark (en)

  1. το ορόσημο, το τοπόσημο
    a prominent landmark - περίβλεπτο ορόσημο

Πηγές[επεξεργασία]