largonji

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
largonji < jargon (στην αργκό largonji)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laʁ.ɡɔ̃.ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

largonji (fr) αρσενικό

  1. (largonji) αργκό όπου αλλάζει το πρώτο σύμφωνο και γίνεται l και προστίθεται στο τέλος της λέξης

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. Αυτό το σύμφωνο επανεμφανίζεται στο τέλος της λέξης, συνήθως με τη μορφή που έχει όταν λέμε τις λέξεις γράμμα γράμμα. Η λέξη largonji είναι κι αυτή η ίδια αποτέλεσμα μιας τέτοιας τροποποίησης. Διάφορα επιθήματα μπορούν να εμφανιστούν στο τέλος της λέξης. Η αργκό loucherbem, ιδιαίτερη μορφή που χρησιμοποιείται από τους Παριζιάνους κρεοπώλες, προσθέτει συχνά ένα επίθημα -em (από το βιβλίο La grammaire d'aujourd'hui guide alphabétique de linguistique française, Flammarion, 1086, σελίδα 374, των Michel Arrivé, Françoise Gadet, Michel Galmiche).

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]