leĝisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝisto | leĝistoj |
αιτιατική | leĝiston | leĝistojn |
leĝisto (eo)
- ο νομοθέτης
- ο δικαστικός, αυτός που έχει επάγγελμα σχετικό με τη δικαιοσύνη