leŭkocitozo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leŭkocitozo | leŭkocitozoj |
αιτιατική | leŭkocitozon | leŭkocitozojn |
leŭkocitozo (eo)