lead on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lead on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leads on |
αόριστος | led on |
παθητική μετοχή | led on |
ενεργητική μετοχή | leading on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lead on (en) (μεταβατικό) (ιδιωματικό)