lead on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας lead on
γ΄ ενικό ενεστώτα leads on
αόριστος led on
παθητική μετοχή led on
ενεργητική μετοχή leading on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις lead και on

Ρήμα[επεξεργασία]

lead on (en) (μεταβατικό) (ιδιωματικό)

  1. παραπλανώ, παρασύρω, κάνω κάποιον να πιστέψει ένα ψέμα
  2. δίνω σε κάποιον την εντύπωση ότι θα υπάρξει μια ρομαντική σχέση