liniaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liniaro | liniaroj |
αιτιατική | liniaron | liniarojn |
liniaro (eo)
- (μουσική) το πεντάγραμμο