lithotritie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lithotritie | lithotrities |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lithotritie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lithotritie | lithotrities |
lithotritie (fr) θηλυκό