looks
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
looks (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
looks (en)
- τα φαινόμενα, η εμφάνιση, η ελκυστικότητα κάποιου
- ↪ You must not judge by looks.
- Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
- ↪ Looks are deceiving.
- Τα φαινόμενα απατούν.
- ↪ You must not judge by looks.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
looks (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
looks (fr)