looks

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lʊks/
 

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

looks (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

looks (en)

  • τα φαινόμενα, η εμφάνιση, η ελκυστικότητα κάποιου
    You must not judge by looks.
    Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
    Looks are deceiving.
    Τα φαινόμενα απατούν.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

looks (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

looks (fr)