loose end
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
loose end | loose ends |
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
loose end (en) → δείτε τις λέξεις loose και end
- η εκκρεμότητα
- ↪ They tied up one of the last important loose ends they had before their wedding.
- Διευθέτησαν μία από τις τελευταίες σημαντικές εκκρεμότητες που είχαν πριν τον γάμο τους.
- ↪ They tied up one of the last important loose ends they had before their wedding.