loose end

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
loose end loose ends

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

loose end (en) → δείτε τις λέξεις loose και end

  • η εκκρεμότητα
    They tied up one of the last important loose ends they had before their wedding.
    Διευθέτησαν μία από τις τελευταίες σημαντικές εκκρεμότητες που είχαν πριν τον γάμο τους.