lunatic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lunatic | lunatics |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lunatic (en)
- ο τρελός, η τρελή, ένα άτομο που κάνει τρελά πράγματα που είναι συχνά επικίνδυνα
- ↪ I am yelling/running around like a lunatic.
- Φωνάζω/τρέχω σαν τρελός.
- ↪ I am yelling/running around like a lunatic.
- (παρωχημένο, υβριστικό) ο τρελός, η τρελή, άτομο που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη madman