malsociala
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- malsociala < mal + sociala {κοινωνικός}
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malsociala | malsocialaj |
αιτιατική | malsocialan | malsocialajn |
malsociala (eo)