manĝebla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manĝebla | manĝeblaj |
αιτιατική | manĝeblan | manĝeblajn |
manĝebla (eo)