marnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

marnage < marne

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
marnage marnages

marnage (fr) αρσενικό

  1. η εισαγωγή στη γη μάργας
  2. η διαφορά ύψους ανάμεσα στην παλίρροια και την άμπωτη
     συνώνυμα: estran

Αναγραμματισμοί[επεξεργασία]