marne
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
marne
marnes
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
marne
(fr)
θηλυκό
χώμα
που προέρχεται από τα
ποτάμια
, πλούσιο σε
θρεπτικά
υλικά και κατάλληλο για τη
γεωργία
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
αργιλάσβεστος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
marnage
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Ουσιαστικά (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Eesti
Français
Magyar
Ido
Lombard
Malagasy
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Tiếng Việt
中文