mensonge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mensonge | mensonges |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mensonge (fr) αρσενικό
- το ψέμα
ενικός | πληθυντικός |
mensonge | mensonges |
mensonge (fr) αρσενικό