mesquita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mesquita | mesquitas |
mesquita (pt) θηλυκό
- το τζαμί
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mesquita | mesquitas |
mesquita (pt) θηλυκό