metric ton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
metric ton | metric tons |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌmet.rɪk ˈtʌn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
metric ton (en)
- ο μετρικός τόνος, η μονάδα μάζας ίση με 1000 χιλιόγραμμα
- ↪ Big cities produce many metric tons of rubbish daily.
- Οι μεγάλες πόλεις παράγουν πολλούς μετρικούς τόνους από σκουπίδια καθημερινά.
- ↪ Big cities produce many metric tons of rubbish daily.