metric ton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
metric ton metric tons

Ετυμολογία [επεξεργασία]

metric ton < → δείτε τις λέξεις metric και ton

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌmet.rɪk ˈtʌn/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

metric ton (en)

  • ο μετρικός τόνος, η μονάδα μάζας ίση με 1000 χιλιόγραμμα
    Big cities produce many metric tons of rubbish daily.
    Οι μεγάλες πόλεις παράγουν πολλούς μετρικούς τόνους από σκουπίδια καθημερινά.