milono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | milono | milonoj |
αιτιατική | milonon | milonojn |
milono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | milono | milonoj |
αιτιατική | milonon | milonojn |
milono (eo)