mirto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mirto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mirto | mirtoj |
αιτιατική | mirton | mirtojn |
mirto (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mirto (it)
- η μυρτιά