mistifiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mistifiko | mistifikoj |
αιτιατική | mistifikon | mistifikojn |
mistifiko (eo)
- η παραπλάνηση, η δολιότητα