monisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
monisme | monismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monisme (fr) αρσενικό
- ο μονισμός
ενικός | πληθυντικός |
monisme | monismes |
monisme (fr) αρσενικό