mordançage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mordançage | mordançages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mordançage (fr) αρσενικό
- εμποτισμός ορισμένων υφασμάτων με μια ουσία που συντελεί στη στερέωση του χρώματος