muta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muta | mutaj |
αιτιατική | mutan | mutajn |
muta (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muta (it) θηλυκό
- η αλλαγή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muta (fi)
- η λάσπη