nauséeux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nauséeux < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nauséeux | nauséeux |
θηλυκό | nauséeuse | nauséeuses |
nauséeux (fr)
- εμετικός, αναγουλιαστικός
- που υποφέρει από ναυτία