nedisigebleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nedisigebleco | nedisigeblecoj |
αιτιατική | nedisigeblecon | nedisigeblecojn |
nedisigebleco (eo)
- το αδιαίρετο