negoziante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.ɡotˈt͡sjan.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
negoziante | negozianti |
negoziante (it) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα)
- ο έμπορος
- ο καταστηματάρχης
- ο πωλητής
Πηγές[επεξεργασία]
- negoziante - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).