nekomparebla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekomparebla | nekompareblaj |
αιτιατική | nekompareblan | nekompareblajn |
nekomparebla (eo)
- ασύγκριτος, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλο