noioso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | noioso | noiosi |
θηλυκό | noiosa | noiose |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- noioso < παλαιά οξιτανική enojos < λατινική inodiosus
Επίθετο[επεξεργασία]
noioso (it)