non-agression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
non-agression non-agressions

non-agression (fr) θηλυκό

  • (πολιτική) η έλλειψη επίθεσης (λέγεται για κράτη)
pacte de non-agression, σύμφωνο μη επίθεσης