norma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
norma (en)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
norma | norme |
norma (it)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
norma (la) πληθυντικός : normae