notaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notaire | notaires |
notaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η συμβολαιογράφος
ενικός | πληθυντικός |
notaire | notaires |
notaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό