occupy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | occupy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | occupies |
αόριστος | occupied |
παθητική μετοχή | occupied |
ενεργητική μετοχή | occupying |
Ρήμα[επεξεργασία]
occupy (en)
- κατέχω, η κατοχή κάτι
- ↪ The students decided to occupy their school in protest.
- Οι φοιτητές αποφάσισαν κατοχή της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
- ↪ The students decided to occupy their school in protest.