organization
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
organization | organizations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- organization < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική organisation. Μορφολογικά αναλύεται σε organiz(e) + -ation
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɔːr.ɡən.əˈzeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : or‐ga‐ni‐za‐tion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
organization (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- International Organization for Standardization (ISO)