orthodontist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orthodontist | orthodontists |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orthodontist (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο / η ορθοδοντικός οδοντίατρος