pédantisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pédantisme < pédant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pédantisme | pédantismes |
pédantisme (fr) αρσενικό
- η συμπεριφορά ενός λογιότατου