λογιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογιότατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του αρχαίου λόγιος. Συγχρονικά αναλύεται σε λόγι(ος) + -ότατος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.ʝiˈo.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γι‐ό‐τα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
λογιότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του λόγιος
- (παρωχημένο) ο πολύ μορφωμένος [1]
- που χρησιμποιεί εξεζητημένη γλώσσα, ή αρχαΐζουσα, ή καθαρεύουσα [2]
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
παράγωγα και σύνθετα
- λογιοτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογιότατος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λογιότατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)