pairesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pairesse < (άμεσο δάνειο) αγγλική peeress
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pairesse | pairesses |
pairesse (fr) θηλυκό
- (στη Μεγάλη Βρετανία) αυτός που κατέχει έναν τίτλο pair
- (Γαλλία) η σύζυγος ενός μέλους της Chambre des Pairs