panować

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

panować (pl)

  1. κυβερνώ
    ile dynastii panowało w starożytnym Egipcie? - πόσες δυναστείες κυβέρνησαν στην Αρχαία Αίγυπτο;
  2. κυριαρχώ
  3. επικρατώ, δεσπόζω
  4. (οικείο) (ειρωνικό) χρησιμοποιώ (τον αντίστοιχο) πληθυντικό ευγενείας ενώ δεν συντρέχουν λόγοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]