panować
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
panować (pl)
- κυβερνώ
- ile dynastii panowało w starożytnym Egipcie? - πόσες δυναστείες κυβέρνησαν στην Αρχαία Αίγυπτο;
- κυριαρχώ
- επικρατώ, δεσπόζω
- (οικείο) (ειρωνικό) χρησιμοποιώ (τον αντίστοιχο) πληθυντικό ευγενείας ενώ δεν συντρέχουν λόγοι