pantaloneto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pantaloneto | pantalonetoj |
αιτιατική | pantaloneton | pantalonetojn |
pantaloneto (eo)
- το σορτς