paruo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paruo | paruoj |
αιτιατική | paruon | paruojn |
paruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paruo | paruoj |
αιτιατική | paruon | paruojn |
paruo (eo)