pavillonnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pavillonnaire < passé

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pavillonnaire pavillonnaires

pavillonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που σχετίζεται με μονοκατοικίες
  2. που έχει μονοκατοικίες