pelucheux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pelucheux | pelucheux |
θηλυκό | pelucheuse | pelucheuses |
Επίθετο
[επεξεργασία]pelucheux (fr)
- που δίνει στην αφή την αίσθηση του υφάσματος ορισμένων παιχνιδιών (π.χ. στα αρκουδάκια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη peluche