performant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | performant | performants |
θηλυκό | performante | performantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
performant (fr)
- που έχει μεγάλες επιδόσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη performance