perruche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perruche | perruches |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perruche (fr) θηλυκό
- η παπαγαλίνα
- (μεταφορικά) η γλωσσού
ενικός | πληθυντικός |
perruche | perruches |
perruche (fr) θηλυκό