persuasion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
persuasion persuasions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

persuasion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η πειθώ, η ικανότητα κάποιου να πείθει
    the art of persuasion - τέχνη της πειθούς
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι πεποιθήσεις, σύνολο ιδεών που υποστηρίζει κάποιος ή κάποια ομάδα
    people of all religious persuasions - άνθρωποι όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

persuasion (fr) θηλυκό