pianoforte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pianoforte | pianoforti |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pianoforte < piano (σιγανά) + forte (δυνατά), επειδή το όργανο είχε δυνατότητα διακύμανσης της έντασης, σε αντίθεση με προγόνους του
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pianoforte (it)
- (μουσικό όργανο) πιάνο
- συντετμημένο: piano
Συγγενικά[επεξεργασία]
- pianissimo
- piano (επίθετο, επίρρημα)