pictural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pictural | picturaux |
θηλυκό | picturale | picturales |
Επίθετο[επεξεργασία]
pictural (fr)
- ζωγραφικός, σχετικός με τη ζωγραφική ή άλλη απεικονισματική τέχνη