pilĉardo
(Ανακατεύθυνση από pilchardo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilĉardo | pilĉardoj |
αιτιατική | pilĉardon | pilĉardojn |
pilĉardo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pilĉardo | pilĉardoj |
αιτιατική | pilĉardon | pilĉardojn |
pilĉardo (eo)