pisseux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pisseux | pisseux |
θηλυκό | pisseuse | pisseuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
pisseux (fr)
- που έχει το χρώμα των ούρων
- (λαϊκότροπο, ειρωνικό) φοβιτσιάρης, δειλός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- pissou (Κεμπέκ)